- ηλεκτρογαλβανισμός
- οιατρ. παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο στόμα λόγω χρησιμοποίησης διαφορετικών μετάλλων για εμφράξεις ή οδοντικές προσθέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrogalvanism < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + galvanism «επικάλυψη σιδηρούχου μετάλλου με ψευδάργυρο»].
Dictionary of Greek. 2013.